Να επιστρέφει μόνη έμαθε
να ’ναι ελεύθερο πουλί
και τα μπλόκα του αλκοτέστ
ν’ αποφεύγει άψογα μπορεί
Μέχρι το φόβο της συνήθισε
να κοιμάται μοναχή
που μακριά του έτρεμε
και φοβόταν ως και τη βροχή
Στη γύρα και στα μπαρ επέστρεψε
στη θλιμμένη προσμονή
μια άλλη αγάπη έψαξε
πως πονάει όλη αυτή η γιορτή
Τη συμπαθούσα όταν γύριζε
κι όλο πάρκαρε στραβά
τη μαμά μου θύμιζε
όταν την παράτησε ο μπαμπάς
Μετά τη θέση πιάνουν οι ένοικοι
και δεν άντεχε να βρει
και να ψάχνει έπαψε
δεν ξεπάρκαρε από ‘κει ποτέ
|
Na epistréfi móni émathe
na ’ne elefthero pulí
ke ta blóka tu alkotést
n’ apofevgi ápsoga bori
Méchri to fóvo tis siníthise
na kimáte monachí
pu makriá tu étreme
ke fovótan os ke ti vrochí
Sti gira ke sta bar epéstrepse
sti thlimméni prosmoní
mia álli agápi épsakse
pos ponái óli aftí i giortí
Ti sibathusa ótan girize
ki ólo párkare stravá
ti mamá mu thímize
ótan tin parátise o babás
Metá ti thési piánun i éniki
ke den ánteche na vri
ke na psáchni épapse
den ksepárkare apó ‘ki poté
|