Πέφτει μια βροχή και μια θλίψη όλη νύχτα
μες στα χαμηλά τα εργατικά τα σπίτια
κι ένα κερί σαν καρδιά που τρεμοσβήνει
δείχνει κι αυτό πως για σένα ξαγρυπνώ.
Γράμματα πικρά, μου γυρίζουν όλα πίσω,
μα κι αν σ’ έβρισκαν, τίποτα δε θα κερδίσω.
Έμαθα πια, πώς να ζει κανείς μονάχος
και να ξυπνά μ’ ένα όνειρο βραχνά.
Είναι μια βροχή και που συνεχίζει χρόνια,
μα δεν νιώθεις πια τον δικό μου τον αγώνα.
Ξένος περνάς και σαν ξένος τι σε νοιάζει
που μια ζωή έχει πια κομματιαστεί.
|
Péfti mia vrochí ke mia thlípsi óli níchta
mes sta chamilá ta ergatiká ta spítia
ki éna kerí san kardiá pu tremosvíni
dichni ki aftó pos gia séna ksagripnó.
Grámmata pikrá, mu girízun óla píso,
ma ki an s’ évriskan, típota de tha kerdíso.
Έmatha pia, pós na zi kanis monáchos
ke na ksipná m’ éna óniro vrachná.
Ine mia vrochí ke pu sinechízi chrónia,
ma den nióthis pia ton dikó mu ton agóna.
Ksénos pernás ke san ksénos ti se niázi
pu mia zoí échi pia kommatiasti.
|