Ξέρω πως μ’ αγαπάς πολύ
και δε φοβάμαι στην ζωή,
ρυτίδες δε θα μ’ ακουμπήσουν
και τα μαλλιά μου δε θ’ ασπρίσουν.
Δε θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου
όσο βρίσκεσαι κοντά μου,
όσα χρόνια κι αν θα ζήσω
γηρατειά δε θα γνωρίσω.
Η χρυσαφένια σου καρδιά
τις σταναχώριες μου σκορπά
κι όταν με φιλάς στο στόμα
μου δίνεις μια ζωή ακόμα.
Δε θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου
όσο βρίσκεσαι κοντά μου,
όσα χρόνια κι αν θα ζήσω
γηρατειά δε θα γνωρίσω.
Είσαι για μένα η ψυχή
το φως μου κι η αναπνοή
κι όταν με κρατάς στα χέρια
νομίζω πως πετώ στ’ αστέρια.
Δε θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου
όσο βρίσκεσαι κοντά μου,
όσα χρόνια κι αν θα ζήσω
γηρατειά δε θα γνωρίσω.
|
Kséro pos m’ agapás polí
ke de fováme stin zoí,
ritídes de tha m’ akubísun
ke ta malliá mu de th’ asprísun.
De th’ asprísun ta malliá mu
óso vrískese kontá mu,
ósa chrónia ki an tha zíso
giratiá de tha gnoríso.
I chrisafénia su kardiá
tis stanachóries mu skorpá
ki ótan me filás sto stóma
mu dínis mia zoí akóma.
De th’ asprísun ta malliá mu
óso vrískese kontá mu,
ósa chrónia ki an tha zíso
giratiá de tha gnoríso.
Ise gia ména i psichí
to fos mu ki i anapnoí
ki ótan me kratás sta chéria
nomízo pos petó st’ astéria.
De th’ asprísun ta malliá mu
óso vrískese kontá mu,
ósa chrónia ki an tha zíso
giratiá de tha gnoríso.
|