Όλοι το λένε πως νωρίς
ο πόνος σε ρημάζει
μα ούτε λέξη, ούτε μιλιά
γι’ αυτήν την άδεια αγκαλιά
πως είναι, με τι μοιάζει.
Σαν πυρωμένο σίδερο
πως καίει η απουσία
κανείς δεν ξέρει να σου πει
του τηλεφώνου η σιωπή
πως είναι τυραννία.
Γι’ αυτόν που έφυγε νωρίς
χωρίς κλειδιά και χάρτη,
αυτός που μένει και πονά,
να περπατά στα σκοτεινά
μονάχος του θα μάθει,
αυτός που έφυγε νωρίς
ποτέ δε θα ξανάρθει.
Ήταν για σένα η χαρά
ο ουρανός με τ’ άστρα,
κι έχεις μια εικόνα να μιλάς,
στα δάχτυλά σου ν’ ακουμπάς
δυο ρούχα στην κρεμάστρα.
Γι’ αυτόν που έφυγε νωρίς
χωρίς κλειδιά και χάρτη,
αυτός που μένει και πονά,
να περπατά στα σκοτεινά
μονάχος του θα μάθει,
αυτός που έφυγε νωρίς
ποτέ δε θα ξανάρθει.
|
Όli to léne pos norís
o pónos se rimázi
ma ute léksi, ute miliá
gi’ aftín tin ádia agkaliá
pos ine, me ti miázi.
San piroméno sídero
pos kei i apusía
kanis den kséri na su pi
tu tilefónu i siopí
pos ine tirannía.
Gi’ aftón pu éfige norís
chorís klidiá ke chárti,
aftós pu méni ke poná,
na perpatá sta skotiná
monáchos tu tha máthi,
aftós pu éfige norís
poté de tha ksanárthi.
Ήtan gia séna i chará
o uranós me t’ ástra,
ki échis mia ikóna na milás,
sta dáchtilá su n’ akubás
dio rucha stin kremástra.
Gi’ aftón pu éfige norís
chorís klidiá ke chárti,
aftós pu méni ke poná,
na perpatá sta skotiná
monáchos tu tha máthi,
aftós pu éfige norís
poté de tha ksanárthi.
|