Πέρασε ξυστά
μ’ άγγιξε στον ώμο
κι έχασα το δρόμο
σπίτι και δουλειά
Έμοιαζε πολύ
με χαμένο φίλο
κι είπα να του στείλω
γράμμα και φιλί
Ήταν ένα άγγιγμα
που ξύπνησε όσα έκρυβα βαθιά μου
τώρα πώς θα μπω στην κάμαρά μου
με ένα ρίγος στο πλευρό
Ήταν ένα ξάφνιασμα
που γύρευα πάντα στη ζωή μου όλη
τώρα πώς θα ζω στην ίδια πόλη
μέχρι να τον ξαναδώ
Πέρασε ξυστά
πού να με θυμάται
ίσως να κοιμάται
τώρα που αγρυπνώ
Πες μου τ’ είν’ αυτό
που με αναστατώνει
άσπρο μου σεντόνι
βράδυ μου λευκό
|
Pérase ksistá
m’ ángikse ston ómo
ki échasa to drómo
spíti ke duliá
Έmiaze polí
me chaméno fílo
ki ipa na tu stilo
grámma ke filí
Ήtan éna ángigma
pu ksípnise ósa ékriva vathiá mu
tóra pós tha bo stin kámará mu
me éna rígos sto plevró
Ήtan éna ksáfniasma
pu gireva pánta sti zoí mu óli
tóra pós tha zo stin ídia póli
méchri na ton ksanadó
Pérase ksistá
pu na me thimáte
ísos na kimáte
tóra pu agripnó
Pes mu t’ in’ aftó
pu me anastatóni
áspro mu sentóni
vrádi mu lefkó
|