Περασμένες δώδεκα, νύχτα σκοτεινή,
η μικρή μας κάμαρα, άδεια κι ορφανή,
πώς να κλείσω μάτι, πώς να κοιμηθώ,
πήρα την απόφαση και θα σκοτωθώ.
Ένα μαχαίρι κρατώ στο χέρι
και θα το μπήξω μες στην καρδιά,
να μη λυπάμαι όταν θυμάμαι
πως με άλλον έφυγες κάποια βραδιά.
Μια φωτογραφία σου σαν να μου μιλά,
παίζει με τον πόνο μου και χαμογελά,
πως με κοροϊδεύει τ’ άψυχο χαρτί,
γιατί να σε χάσω, πες μου το γιατί.
Ένα μαχαίρι κρατώ στο χέρι
και θα το μπήξω μες στην καρδιά,
να μη λυπάμαι όταν θυμάμαι
πως με άλλον έφυγες κάποια βραδιά.
Έξω βρέχει άγρια και μελαγχολώ,
τη φωτογραφία σου κλαίγοντας φιλώ,
η βροχή στα τζάμια δάκρυα σκορπά,
και την πόρτα ο χάρος τώρα μου χτυπά.
Ένα μαχαίρι κρατώ στο χέρι
και θα το μπήξω μες στην καρδιά,
να μη λυπάμαι όταν θυμάμαι
πως με άλλον έφυγες κάποια βραδιά.
|
Perasménes dódeka, níchta skotiní,
i mikrí mas kámara, ádia ki orfaní,
pós na kliso máti, pós na kimithó,
píra tin apófasi ke tha skotothó.
Έna macheri krató sto chéri
ke tha to bíkso mes stin kardiá,
na mi lipáme ótan thimáme
pos me állon éfiges kápia vradiá.
Mia fotografía su san na mu milá,
pezi me ton póno mu ke chamogelá,
pos me koroidevi t’ ápsicho chartí,
giatí na se cháso, pes mu to giatí.
Έna macheri krató sto chéri
ke tha to bíkso mes stin kardiá,
na mi lipáme ótan thimáme
pos me állon éfiges kápia vradiá.
Έkso vréchi ágria ke melagcholó,
ti fotografía su klegontas filó,
i vrochí sta tzámia dákria skorpá,
ke tin pórta o cháros tóra mu chtipá.
Έna macheri krató sto chéri
ke tha to bíkso mes stin kardiá,
na mi lipáme ótan thimáme
pos me állon éfiges kápia vradiá.
|