Πες μου κάτι αληθινό.
Σαν την ερημιά αυτού που απαγχονίζεται,
σαν τη ροή απ’ τα ρουθούνια του πυγμάχου
και σαν την κούραση στα πόδια μου.
Πες μου κάτι αφόρητο.
Σαν τη φράση “ξέρεις τι έχω κάνει εγώ για σένα;”,
σαν την αμηχανία στους ανελκυστήρες
και σαν την απουσία του νοήματος.
Πες μου κάτι δυνατό.
Σαν τις αδυναμίες μας που φτάσαν ως τα νύχια,
σαν τα λούλουδα του κάμπου και σαν
καρτέρι των ληστών στο Δήλεσι.
Και τώρα πες μου κάτι ψεύτικο.
Σαν τα ψόφια δάχτυλα που ’σφιξα στο χέρι,
σαν τον ήλιο του χειμώνα
και σαν την ορκισμένη αγάπη της.
|
Pes mu káti alithinó.
San tin erimiá aftu pu apagchonízete,
san ti roí ap’ ta ruthunia tu pigmáchu
ke san tin kurasi sta pódia mu.
Pes mu káti afórito.
San ti frási “kséris ti écho káni egó gia séna;”,
san tin amichanía stus anelkistíres
ke san tin apusía tu noímatos.
Pes mu káti dinató.
San tis adinamíes mas pu ftásan os ta níchia,
san ta luluda tu kábu ke san
kartéri ton listón sto Dílesi.
Ke tóra pes mu káti pseftiko.
San ta psófia dáchtila pu ’sfiksa sto chéri,
san ton ílio tu chimóna
ke san tin orkisméni agápi tis.
|