Κλείνω τα μάτια
γιατί ο κόσμος με τυφλώνει,
σκοτάδι από τα βλέφαρα
να φτάσει στην καρδιά μου.
Κλείνω τα μάτια
γιατί η μέρα με πληγώνει,
τον εαυτό μου το διπλό
δε θέλω πια κοντά μου.
Ποιος να ‘ναι αλήθεια ο εχθρός
που τις ψυχές παγώνει;
Είναι ο ίδιος μου ο εαυτός
κι ο χρόνος που τελειώνει.
Ξένος στη γη ολόκληρη,
άγνωστος και για μένα
σ’ αυτό το τούνελ το τυφλό
μ’ όλα σταματημένα.
Από την άκρη των γκρεμών
καταριέμαι απ’ τον αέρα
απ’ τον αέρα των ψυχών,
τον πιο τρελό αέρα.
|
Klino ta mátia
giatí o kósmos me tiflóni,
skotádi apó ta vléfara
na ftási stin kardiá mu.
Klino ta mátia
giatí i méra me pligóni,
ton eaftó mu to dipló
de thélo pia kontá mu.
Pios na ‘ne alíthia o echthrós
pu tis psichés pagóni;
Ine o ídios mu o eaftós
ki o chrónos pu telióni.
Ksénos sti gi olókliri,
ágnostos ke gia ména
s’ aftó to tunel to tifló
m’ óla stamatiména.
Apó tin ákri ton gkremón
katariéme ap’ ton aéra
ap’ ton aéra ton psichón,
ton pio treló aéra.
|