Στο καντήλι τέλειωσε το λάδι
κι έπεσε βαρύ βαρύ σκοτάδι,
κι η παλιοζωή αρχίζει,
τους φτωχούς να βασανίζει,
τους φτωχούς να βασανίζει.
Πες μου, που, χαρά, θα βρεις
στου χιονιά τ’ άγριο νυχτέρι,
όταν από ‘μας κανείς
που θα βγει πια δεν το ξέρει,
πες μου, που, χαρά, θα βρεις
στου χιονιά τ’ άγριο νυχτέρι.
Απ’ τη θλίψη πάγωσε το στόμα
και για ‘μας δε χάραξε ακόμα,
κι η ζωή μας δεν αλλάζει
και στα μάτια δάκρυ στάζει,
και στα μάτια δάκρυ στάζει.
Πες μου, που, χαρά, θα βρεις
στου χιονιά τ’ άγριο νυχτέρι,
όταν από ‘μας κανείς
πού θα βγει πια δεν το ξέρει,
πες μου, που, χαρά, θα βρεις
στου χιονιά τ’ άγριο νυχτέρι.
|
Sto kantíli téliose to ládi
ki épese varí varí skotádi,
ki i paliozoí archízi,
tus ftochus na vasanízi,
tus ftochus na vasanízi.
Pes mu, pu, chará, tha vris
stu chioniá t’ ágrio nichtéri,
ótan apó ‘mas kanis
pu tha vgi pia den to kséri,
pes mu, pu, chará, tha vris
stu chioniá t’ ágrio nichtéri.
Ap’ ti thlípsi págose to stóma
ke gia ‘mas de chárakse akóma,
ki i zoí mas den allázi
ke sta mátia dákri stázi,
ke sta mátia dákri stázi.
Pes mu, pu, chará, tha vris
stu chioniá t’ ágrio nichtéri,
ótan apó ‘mas kanis
pu tha vgi pia den to kséri,
pes mu, pu, chará, tha vris
stu chioniá t’ ágrio nichtéri.
|