Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·
Όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ’ άνθη της ζωής
μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα
Την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ’ ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;
|
Mátei psichí, stin atonía espéras earinís,
enó tha klinis ta chrisá fterá su pligoméni,
tin óra pu sa lítrosi káti tha karteris,
ftochí kardiá, thanásima ma eónia lipiméni·
Όtan, ftasméni apáno ston orízonta, tha idis
mísi na fevgun i érotes, cholí ta páthi su óla,
ótan anévi apó ta eksesia t’ ánthi tis zoís
míron i apogoítefsi, psichí mu oniropóla
Tin óra tin ipértati pu the na thimithis
m’ éna móno chamógelo ta fíla ke ta enántia
mátei psichí, sto pélago, sto agéri ti tha pis;
o, ti tha pis, stení kardiá, sti chlomí dísi agnántia;
|