Είμαι ένα ψάρι με πόδια
και φουλάρι καλλιτεχνικό.
Τα βράδια βγαίνω απ’ τον απροσπέλαστο βυθό
και χαζεύω την πόλη.
Βάζω φωνή μήπως μ’ ακούσει κανείς,
μήπως έρθει για παρέα,
η συντροφιά είναι ωραία.
Στέκομαι στην πέτρινη γέφυρα.
Εδώ θ’ αποκαλύψω τα μυστικά μου.
Είναι ευχή να συναντάς και να μοιράζεσαι,
είναι ευχή να διηγούμαι τα όνειρά μου.
Το ξέρω πως η πόλη έχει πολλά να δεις
διστάζω όμως να την αγγίξω
γιατί φοβάμαι να εκτεθώ στην βουή, στον πανικό.
Τα φώτα του δρόμου με ζαλίζουν,
όλα αυτά με εξοργίζουν.
|
Ime éna psári me pódia
ke fulári kallitechnikó.
Ta vrádia vgeno ap’ ton aprospélasto vithó
ke chazevo tin póli.
Oázo foní mípos m’ akusi kanis,
mípos érthi gia paréa,
i sintrofiá ine orea.
Stékome stin pétrini géfira.
Edó th’ apokalípso ta mistiká mu.
Ine efchí na sinantás ke na mirázese,
ine efchí na diigume ta ónirá mu.
To kséro pos i póli échi pollá na dis
distázo ómos na tin angikso
giatí fováme na ektethó stin vuí, ston panikó.
Ta fóta tu drómu me zalízun,
óla aftá me eksorgizun.
|