Πήγα να δω ένα φίλο μου
που ήτανε στο κρεβάτι
μα βρήκα απ’ έξω στέφανα
και τη αυλή γεμάτη
Και στην πόρτα κολλημένα
τα χαρτιά που γράψανε
και τα σίδερα ραΐσαν
ναι, κι οι πέτρες κλάψανε
Και μια κοπέλα στη γωνιά
σαν μαραμένο φύλλο
είναι αυτή που αγάπαγε
τον άτυχό μου φίλο
Και στην πόρτα κολλημένα
τα χαρτιά που γράψανε
και τα σίδερα ραΐσαν
ναι, κι οι πέτρες κλάψανε
Δεν ήθελε η μανούλα του
να φέρνουνε λουλούδια
νόμιζε πως τον πάντρευε
και του `λεγε τραγούδια
Και στην πόρτα κολλημένα
τα χαρτιά που γράψανε
και τα σίδερα ραΐσαν
ναι, κι οι πέτρες κλάψανε.
|
Píga na do éna fílo mu
pu ítane sto kreváti
ma vríka ap’ ékso stéfana
ke ti avlí gemáti
Ke stin pórta kolliména
ta chartiá pu grápsane
ke ta sídera raΐsan
ne, ki i pétres klápsane
Ke mia kopéla sti goniá
san maraméno fíllo
ine aftí pu agápage
ton átichó mu fílo
Ke stin pórta kolliména
ta chartiá pu grápsane
ke ta sídera raΐsan
ne, ki i pétres klápsane
Den íthele i manula tu
na férnune luludia
nómize pos ton pántreve
ke tu `lege tragudia
Ke stin pórta kolliména
ta chartiá pu grápsane
ke ta sídera raΐsan
ne, ki i pétres klápsane.
|