Από τις δέκα πίνω και σε σκέφτομαι
τα μάτια ανοιγοκλείνω κι ονειρεύομαι
τα φιλιά που χάριζες, τις φωτιές που μ’ άναβαν
πότε πήγε δώδεκα ούτε που κατάλαβα.
Πήγε μια κι αρρωσταίνω, πάει δύο και πεθαίνω
πήγε τρεις και είμαι λιώμα, που δε φάνηκες ακόμα
πήγε μια και τα χάνω και δεν ξέρω, τι να κάνω
πήγε τρεις και είμαι λιώμα, που δε φάνηκες ακόμα
Οι ώρες που περνάνε με ραγίζουνε
σαν δάκρυα κυλάνε μου θυμίζουνε
τα φιλιά που χάριζες, τις φωτιές που μ’ άναβαν
πότε πήγε δώδεκα ούτε που κατάλαβα.
|
Apó tis déka píno ke se skéftome
ta mátia anigoklino ki onirevome
ta filiá pu chárizes, tis fotiés pu m’ ánavan
póte píge dódeka ute pu katálava.
Píge mia ki arrosteno, pái dío ke petheno
píge tris ke ime lióma, pu de fánikes akóma
píge mia ke ta cháno ke den kséro, ti na káno
píge tris ke ime lióma, pu de fánikes akóma
I óres pu pernáne me ragizune
san dákria kiláne mu thimízune
ta filiá pu chárizes, tis fotiés pu m’ ánavan
póte píge dódeka ute pu katálava.
|