Σβήσαν απότομα τα φώτα,
το μέλλον δείχνει σκοτεινό,
όλα κυλούν στον ενεστώτα
κι εμείς στον παρατατικό.
Γράφτηκε αλλιώς η ιστορία
με σημειώσεις βιαστικές,
μα θέλει η αγάπη απαρτία
και πράξεις υπερβολικές.
Πήρε φόρα όλη η χώρα
και ξοπίσω εμείς,
τη βουτιά δε γλύτωσε κανείς.
Πήρε φόρα όλη η χώρα,
τρέξε να σωθείς,
ν’ αγαπάει δεν έμεινε κανείς.
Στήνεις στα όνειρα ενέδρα
για να τους ρίξεις στο ψαχνό,
φωνές και πάθος στην εξέδρα
που τα `χεις κάνει ρημαδιό.
Πιάστηκα πάλι στην παγίδα
και την τροχιά σου ακολουθώ,
χρωματιστή φωτοβολίδα
που έσβησε στον ουρανό.
|
Svísan apótoma ta fóta,
to méllon dichni skotinó,
óla kilun ston enestóta
ki emis ston paratatikó.
Gráftike alliós i istoría
me simiósis viastikés,
ma théli i agápi apartía
ke práksis ipervolikés.
Píre fóra óli i chóra
ke ksopíso emis,
ti vutiá de glítose kanis.
Píre fóra óli i chóra,
trékse na sothis,
n’ agapái den émine kanis.
Stínis sta ónira enédra
gia na tus ríksis sto psachnó,
fonés ke páthos stin eksédra
pu ta `chis káni rimadió.
Piástika páli stin pagida
ke tin trochiá su akoluthó,
chromatistí fotovolída
pu ésvise ston uranó.
|