Για να ξέρεις αλανιάρη,
σ’ έχω πάρει πια χαμπάρι,
ότι χρόνια πας για αβάντα,
φέρνεις βόλτα για την τσάντα.
Μάγκα μου τα κάνεις ρόιδο,
δεν είμαι κανα κορόιδο
και ξηγιέμαι εις την τρίχα,
θα στον κόψω εγώ το βήχα.
Μη μου κάνεις ρε την πάπια,
δεν τα τρώγω αυτά τα χάπια
δεν μου ξαναπαίρνεις φράγκο,
άιντα στρίβε, τράβα σπόγγο.
Δε σου φτάνει πού με δέρνεις,
μα στο τέλος μου τα παίρνεις,
βρε τα βγάζω με ιδρώτα
κι όποιον θέλεις πάνε ρώτα.
Για να ξεύρεις βρε μουρμούρη,
έχω βρει άλλο καψούρη,
πού ‘ναι φίνος και μαγγιόρος
κι όχι κανας τρακαδόρος.
Και μου τάζει κάθε τόσο,
να με πάρει να γλιτώσω,
βρήκα βρε την ευκαιρία
για να ζήσω σαν “κερία”.
Γεια σου Ρόζα μου.
Γεια σου Γιοβάν Τσαούση μου.
|
Gia na kséris alaniári,
s’ écho pári pia chabári,
óti chrónia pas gia avánta,
férnis vólta gia tin tsánta.
Mágka mu ta kánis róido,
den ime kana koróido
ke ksigiéme is tin trícha,
tha ston kópso egó to vícha.
Mi mu kánis re tin pápia,
den ta trógo aftá ta chápia
den mu ksanapernis frágko,
áinta stríve, tráva spóngo.
De su ftáni pu me dérnis,
ma sto télos mu ta pernis,
vre ta vgázo me idróta
ki ópion thélis páne róta.
Gia na ksevris vre murmuri,
écho vri állo kapsuri,
pu ‘ne fínos ke mangióros
ki óchi kanas trakadóros.
Ke mu tázi káthe tóso,
na me pári na glitóso,
vríka vre tin efkería
gia na zíso san “kería”.
Gia su Róza mu.
Gia su Giován Tsausi mu.
|