Όλα κουτσά κι όλα στραβά,
πού πάει ο κόσμος, πού τραβά,
κουνάς τα χέρια σ’ έρμο δρόμο
σαν του κενού τον τροχονόμο.
Πώς μπλέχτηκες σ’ αυτό το βρόχι,
ανάμεσα στο ναι και τ’ όχι,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά.
Τα μαγαζιά σφαλίσαν πια,
στη γη ξεμείναν τα κουπιά,
σου κόπηκε το κομπολόι,
σταμάτησε και το ρολόι.
Πώς μπλέχτηκες σ’ αυτό το βρόχι,
ανάμεσα στο ναι και τ’ όχι,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά,
αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά.
Αχ, πικραμέ- πικραμένη μου γενιά
χτύπα γερή, γερή διπλοπενιά
|
Όla kutsá ki óla stravá,
pu pái o kósmos, pu travá,
kunás ta chéria s’ érmo drómo
san tu kenu ton trochonómo.
Pós bléchtikes s’ aftó to vróchi,
anámesa sto ne ke t’ óchi,
ach, pikramé- pikraméni mu geniá
chtípa gerí, gerí diplopeniá,
ach, pikramé- pikraméni mu geniá
chtípa gerí, gerí diplopeniá.
Ta magaziá sfalísan pia,
sti gi kseminan ta kupiá,
su kópike to kobolói,
stamátise ke to rolói.
Pós bléchtikes s’ aftó to vróchi,
anámesa sto ne ke t’ óchi,
ach, pikramé- pikraméni mu geniá
chtípa gerí, gerí diplopeniá,
ach, pikramé- pikraméni mu geniá
chtípa gerí, gerí diplopeniá.
Ach, pikramé- pikraméni mu geniá
chtípa gerí, gerí diplopeniá
|