Να μ’ αγαπάς σαν ποταμός
που τρέχει στο γκρεμό,
στα βράχια του να τσακιστεί,
να γίνει καταράκτης.
Όπως το ρέμα το βαθύ
που βράζει από θυμό
και να το πάψει δεν μπορεί,
της μοίρας του ο φράχτης.
Μα πιο πολύ να με μισείς
σαν φοβισμένο χέρι,
που `χει δικό του και κρατά,
το δίκοπο μαχαίρι.
Να μ’ αγαπάς σαν δυνατή
και αχόρταγη φωτιά,
που καίει κι ονειρεύεται
τα λαβωμένα δέντρα.
Σαν τον αέρα τον τρελό
που νύχτα τραγουδά,
που πολεμάει τα βουνά
και πελεκάει την πέτρα.
Μα πιο πολύ να με μισείς
σαν αγριεμένο χέρι,
που πια δε βρίσκει πουθενά
το δίκοπο μαχαίρι.
|
Na m’ agapás san potamós
pu tréchi sto gkremó,
sta vráchia tu na tsakisti,
na gini kataráktis.
Όpos to réma to vathí
pu vrázi apó thimó
ke na to pápsi den bori,
tis miras tu o fráchtis.
Ma pio polí na me misis
san fovisméno chéri,
pu `chi dikó tu ke kratá,
to díkopo macheri.
Na m’ agapás san dinatí
ke achórtagi fotiá,
pu kei ki onirevete
ta lavoména déntra.
San ton aéra ton treló
pu níchta tragudá,
pu polemái ta vuná
ke pelekái tin pétra.
Ma pio polí na me misis
san agrieméno chéri,
pu pia de vríski puthená
to díkopo macheri.
|