Κάτσε κάτω μια στιγμή, να λογαριαστούμε
φεύγεις δίχως αφορμή, κι ούτε με ρωτάς.
Πήρες της βαλίτσες σου, δηλαδή να πούμε
και για τη μανούλα σου, λες ότι θα πας.
Πίστεψα στους όρκους σου, και στις υποσχέσεις
νόμιζα η άμοιρη, πως με αγαπάς
ώσπου τα κατάφερες, να με καταστρέψεις
έκανες τα κέφια σου, και με παρατάς.
Μόνος σου λογάριασες, δίχως ξενοδόχο
και μένα δηλαδή, ούτε με ρωτάς
που μέσα στα σπλάχνα μου, το παιδί σου έχω.
Δυο ψυχές βρε άπονε, που μας παρατάς;
|
Kátse káto mia stigmí, na logariastume
fevgis díchos aformí, ki ute me rotás.
Píres tis valítses su, diladí na pume
ke gia ti manula su, les óti tha pas.
Pístepsa stus órkus su, ke stis iposchésis
nómiza i ámiri, pos me agapás
óspu ta katáferes, na me katastrépsis
ékanes ta kéfia su, ke me paratás.
Mónos su logáriases, díchos ksenodócho
ke ména diladí, ute me rotás
pu mésa sta spláchna mu, to pedí su écho.
Dio psichés vre ápone, pu mas paratás;
|