Το πόδι σου γυμνό στα γόνατά μου
κι ο έρωτάς σου άγριος ουρανός
κάπνιζες τη μάρκα τη δικιά μου
σαν ξέμενες στο τέλος του μηνός
Φόραγες τα ρούχα τα δικά μου
τις ώρες που δεν ήμασταν μαζί
και μου ’λεγες πως ένιωθες κοντά μου
και μου ’λεγες πως μ’ αγαπάς πολύ
Σεπτέμβρης, στην πλατεία Εξαρχείων
δυο μήνες που δεν είμαστε μαζί
σε είδα στη γωνιά στο καφενείο
κι ο τύπος σου, μου έμοιαζε πολύ
Τις νύχτες δε σε κράταγε στο στρώμα
του πόθου σου η πύρινη θηλιά
και μπαίναμε κι οι δυο στο ίδιο σώμα
στην ίδια μεθυσμένη αγκαλιά
Τα Σάββατα σφιχτά στο μηχανάκι
ανάβαμε φωτιές στην Εθνική
και φώναζες πως αύριο δεν υπάρχει
πως όλα είναι τούτη η στιγμή
|
To pódi su gimnó sta gónatá mu
ki o érotás su ágrios uranós
kápnizes ti márka ti dikiá mu
san ksémenes sto télos tu minós
Fórages ta rucha ta diká mu
tis óres pu den ímastan mazí
ke mu ’leges pos éniothes kontá mu
ke mu ’leges pos m’ agapás polí
Septémvris, stin platia Eksarchion
dio mínes pu den imaste mazí
se ida sti goniá sto kafenio
ki o típos su, mu émiaze polí
Tis níchtes de se krátage sto stróma
tu póthu su i pírini thiliá
ke bename ki i dio sto ídio sóma
stin ídia methisméni agkaliá
Ta Sávvata sfichtá sto michanáki
anávame fotiés stin Ethnikí
ke fónazes pos avrio den ipárchi
pos óla ine tuti i stigmí
|