Ποια θα με πάει σπίτι απόψε,
ποια θα με πάει,
νύχτωσε κι έχει πιάσει καταιγίδα.
Μια γυναίκα από το χέρι με κρατάει
μια ακόμη που δεν έχει ελπίδα.
Ποια θα με πάει σπίτι απόψε,
ποια θα με πάει
κρύες φιγούρες παραπονεμένες.
Είναι αργά μια καληνύχτα θα με φάει
και δεν αντέχω πια μέρες χαμένες.
Ποια θα με πάει σπίτι απόψε
ποια θα με πάει
αφού δεν είσαι εσύ τι νόημα έχει.
Να σε ξεχάσω θέλω κι όλο αυτό πονάει
μόνος στο δρόμο έχω σταθεί κλαίω και βρέχει.
Πόσο κουράστηκα να μην υπάρχει λύση
εκείνη που ήσουνα πια δε θα γυρίσει.
Να `ρθει κοντά μου και να μου μιλήσει
και ότι ήμουνα να μου θυμίσει.
Το εαυτό μου πια ποτέ δε θα αφήσω
μ’ είχε σκοτώσει αλλά διάλεξα να ζήσω.
Κι όποια με πάει σπίτι απόψε,
όποια θα με πάει
θα αφεθώ κι ίσως την αγαπήσω.
Το εαυτό μου πια ποτέ δε θα αφήσω
μ’ είχε σκοτώσει αλλά διάλεξα να ζήσω.
Κι όποια με πάει σπίτι απόψε,
όποια θα με πάει
αυτή να ξέρετε πως θα την αγαπήσω.
|
Pia tha me pái spíti apópse,
pia tha me pái,
níchtose ki échi piási kategida.
Mia gineka apó to chéri me kratái
mia akómi pu den échi elpída.
Pia tha me pái spíti apópse,
pia tha me pái
kríes figures paraponeménes.
Ine argá mia kaliníchta tha me fái
ke den antécho pia méres chaménes.
Pia tha me pái spíti apópse
pia tha me pái
afu den ise esí ti nóima échi.
Na se ksecháso thélo ki ólo aftó ponái
mónos sto drómo écho stathi kleo ke vréchi.
Póso kurástika na min ipárchi lísi
ekini pu ísuna pia de tha girísi.
Na `rthi kontá mu ke na mu milísi
ke óti ímuna na mu thimísi.
To eaftó mu pia poté de tha afíso
m’ iche skotósi allá diáleksa na zíso.
Ki ópia me pái spíti apópse,
ópia tha me pái
tha afethó ki ísos tin agapíso.
To eaftó mu pia poté de tha afíso
m’ iche skotósi allá diáleksa na zíso.
Ki ópia me pái spíti apópse,
ópia tha me pái
aftí na ksérete pos tha tin agapíso.
|