Για σένανε, γειτόνισσα, δυο χρόνια δεν κοινώνησα
και μ’ έχασαν οι φίλοι μου, τετράφυλλο τριφύλλι μου.
τα μάτια σου τα ρουμπινιά δεν τα ξανά ‘δα στο ντουνιά,
τα χείλη σου είναι ζάχαρη μες στη ζωή την άχαρη.
Είσαι ψηλή σαν λυγαριά
και την αγάπη φέρνεις,
κι όταν μου ρίχνεις μια ματιά
τον λογισμό μου παίρνεις,
κι όταν μου ρίχνεις μια ματιά
τον λογισμό μου παίρνεις.
Μ’ εσένανε μαγεύτηκα και να σε κλέψω σκέφτηκα
και μ’ έχασεν η μάνα μου για σένανε, Μαριάννα μου,
λιγνό κορίτσι, χάνομαι κι απ’ τα φιλιά σου πιάνομαι,
στα δροσερά τα χείλη σου να πίνω απ’ τον Απρίλη σου.
Είσαι ψηλή σαν λυγαριά
και την αγάπη φέρνεις,
κι όταν μου ρίχνεις μια ματιά
τον λογισμό μου παίρνεις,
κι όταν μου ρίχνεις μια ματιά
τον λογισμό μου παίρνεις.
|
Gia sénane, gitónissa, dio chrónia den kinónisa
ke m’ échasan i fíli mu, tetráfillo trifílli mu.
ta mátia su ta rubiniá den ta ksaná ‘da sto ntuniá,
ta chili su ine záchari mes sti zoí tin áchari.
Ise psilí san ligariá
ke tin agápi férnis,
ki ótan mu ríchnis mia matiá
ton logismó mu pernis,
ki ótan mu ríchnis mia matiá
ton logismó mu pernis.
M’ esénane mageftika ke na se klépso skéftika
ke m’ échasen i mána mu gia sénane, Mariánna mu,
lignó korítsi, chánome ki ap’ ta filiá su piánome,
sta droserá ta chili su na píno ap’ ton Apríli su.
Ise psilí san ligariá
ke tin agápi férnis,
ki ótan mu ríchnis mia matiá
ton logismó mu pernis,
ki ótan mu ríchnis mia matiá
ton logismó mu pernis.
|