Στα πέτρινα σκαλιά, με άδεια αγκαλιά,
για το χαμό σου δένομαι,
σε δρόμους κεντρικούς φωνάζω, δεν μ’ ακούς
και στα σοκάκια σέρνομαι.
Ποιος μου πήρε τον άνθρωπό μου,
ποιος μου κλείνει το σπιτικό μου,
ποιος είχε καρδιά να βάλει σ’ ένα όνειρο φωτιά,
ποιος, ποιος, ποιος.
Εσύ που μ’ αγαπάς, πως το `κανες, να πας
τα βήματά σου σ’ άλλονε,
ακόμα, μέχρι χθες, με δυο αναπνοές
η αγάπη μας μεγάλωνε.
Ποιος μου πήρε τον άνθρωπό μου,
ποιος μου κλείνει το σπιτικό μου,
ποιος είχε καρδιά να βάλει σ’ ένα όνειρο φωτιά,
ποιος, ποιος, ποιος.
|
Sta pétrina skaliá, me ádia agkaliá,
gia to chamó su dénome,
se drómus kentrikus fonázo, den m’ akus
ke sta sokákia sérnome.
Pios mu píre ton ánthropó mu,
pios mu klini to spitikó mu,
pios iche kardiá na váli s’ éna óniro fotiá,
pios, pios, pios.
Esí pu m’ agapás, pos to `kanes, na pas
ta vímatá su s’ állone,
akóma, méchri chthes, me dio anapnoés
i agápi mas megálone.
Pios mu píre ton ánthropó mu,
pios mu klini to spitikó mu,
pios iche kardiá na váli s’ éna óniro fotiá,
pios, pios, pios.
|