Πάλι απόψε ξενυχτάω
για τα μάτια σου τα δυο,
στο παράθυρο για να ‘ρθεις
μια στιγμούλα να τα δω.
Να της πω τον πόνο π’ έχω
τον καημό μου τον κρυφό,
πως δυο χρόνια τα λατρεύω
και κοντεύω να χαθώ.
Άκου τη διπλοπενιά μου,
την κιθάρα πως χτυπά,
κλαίει κι αυτή σαν την καρδιά μου
γιατί ξέρει ν’ αγαπά.
Ξημερώνει, ο ήλιος βγαίνει
και με βρίσκει στη γωνιά,
σαν ζητιάνος να γυρεύω
μια μονάχη σου ματιά.
|
Páli apópse ksenichtáo
gia ta mátia su ta dio,
sto paráthiro gia na ‘rthis
mia stigmula na ta do.
Na tis po ton póno p’ écho
ton kaimó mu ton krifó,
pos dio chrónia ta latrevo
ke kontevo na chathó.
Άku ti diplopeniá mu,
tin kithára pos chtipá,
klei ki aftí san tin kardiá mu
giatí kséri n’ agapá.
Ksimeróni, o ílios vgeni
ke me vríski sti goniá,
san zitiános na girevo
mia monáchi su matiá.
|