Ποιος είμαι εγώ, να κρίνω τον αμαρτωλό,
να κοροϊδέψω τον τρελό που κλαίει στη ταβέρνα,
ποιος είμαι εγώ, που έχω ελαττώματα σωρό
και λέω πώς δε συγχωρώ την πικραμένη, εσένα.
Του αναμάρτητου η πέτρα δε μου πάει,
δεν τη πετάω στην αμαρτωλή, στον κλέφτη,
έτσι όπως είναι η ζωή κι όπως μας πάει,
τη ρίχνω απάνω στο δικό μου το καθρέφτη,
άλλοι ας κάνουν το Θεό, ποιος είμαι εγώ.
Ποιος είμαι εγώ, να ρίξω πέτρα στους ληστές
που ζουν στις πόρτες τις κλειστές, στα σίδερα από πίσω,
ποιος είμαι εγώ για να δικάσω το φονιά
και τον αδίκαστο ντουνιά να τον χειροκροτήσω.
Του αναμάρτητου η πέτρα δε μου πάει,
δεν τη πετάω στην αμαρτωλή, στον κλέφτη,
έτσι όπως είναι η ζωή κι όπως μας πάει,
τη ρίχνω απάνω στο δικό μου το καθρέφτη,
άλλοι ας κάνουν το Θεό, ποιος είμαι εγώ.
|
Pios ime egó, na kríno ton amartoló,
na koroidépso ton treló pu klei sti tavérna,
pios ime egó, pu écho elattómata soró
ke léo pós de sigchoró tin pikraméni, eséna.
Tu anamártitu i pétra de mu pái,
den ti petáo stin amartolí, ston kléfti,
étsi ópos ine i zoí ki ópos mas pái,
ti ríchno apáno sto dikó mu to kathréfti,
álli as kánun to Theó, pios ime egó.
Pios ime egó, na ríkso pétra stus listés
pu zun stis pórtes tis klistés, sta sídera apó píso,
pios ime egó gia na dikáso to foniá
ke ton adíkasto ntuniá na ton chirokrotíso.
Tu anamártitu i pétra de mu pái,
den ti petáo stin amartolí, ston kléfti,
étsi ópos ine i zoí ki ópos mas pái,
ti ríchno apáno sto dikó mu to kathréfti,
álli as kánun to Theó, pios ime egó.
|