Ποιος καημός, ποιος καημός σε βαλαντώνει
κι έχεις χάσει το τιμόνι πάνω στη στροφή.
Ποια φωτιά, ποια φωτιά σε σιγοκαίει κι είσαι
ένα παιδί που κλαίει κι άλλο δε βαστά.
Μήπως τα μάτια της, γλυκά γινάτια της
που σε μαγεύουνε σαν σε κοιτούν;
Μήπως τα χείλη της, εχθροί και φίλοι της
φιλί σου δίνουνε και το ξεχνούν;
Ποιος καημός, ποιος καημός και ποιο μαράζι
το κορμάκι σου ταράζει και παραμιλάς.
Ποια φωτιά, ποια φωτιά και ποια θητεία
σου ‘χει δώσει την αιτία μόνος να μεθάς.
Μήπως τα μάτια της, γλυκά γινάτια της
που σε μαγεύουνε σαν σε κοιτούν;
Μήπως τα χείλη της, εχθροί και φίλοι της
φιλί σου δίνουνε και το ξεχνούν;
|
Pios kaimós, pios kaimós se valantóni
ki échis chási to timóni páno sti strofí.
Pia fotiá, pia fotiá se sigokei ki ise
éna pedí pu klei ki állo de vastá.
Mípos ta mátia tis, gliká ginátia tis
pu se magevune san se kitun;
Mípos ta chili tis, echthri ke fíli tis
filí su dínune ke to ksechnun;
Pios kaimós, pios kaimós ke pio marázi
to kormáki su tarázi ke paramilás.
Pia fotiá, pia fotiá ke pia thitia
su ‘chi dósi tin etía mónos na methás.
Mípos ta mátia tis, gliká ginátia tis
pu se magevune san se kitun;
Mípos ta chili tis, echthri ke fíli tis
filí su dínune ke to ksechnun;
|