Πόσο ακόμα θα γυρνάς στα στέκια εκείνα που σ’ έχουνε πικράνει
Ανήσυχο μου αλάνι πότε θα βρεις λιμάνι τόση ντροπή δεν φτάνει
Το κόλπο αφού δεν πιάνει ετούτο το σεργιάνι γέμισε μυστικά.
Ψέματα, ανώφελα μπερδέματα, ψεύτικα κανακέματα
Και χρυσά στέμματα φτιαγμένα από χαρτί
Ολόκληρη η Γη γέμισε με γκρεμούς και ρέματα
Κάνε τα πάντα απόψε να θυμίζουνε γιορτή
Γιορτή και πανηγύρι, μην κάνεις το χατίρι
Σ’ αυτούς που θέλουνε να πιουν του κόσμου όλη τη γύρη
Μοιάζει δειλία η σιωπή μα κι οι φωνές άκου τες γίναν γραφικές
και όσο μένεις έτσι θα είσαι πάντα στο κοστούμι ένας λεκές
και στο χαρτί τους μια μουτζούρα, γυρίζεις σαν τη σβούρα!
Γι αυτό άλλαξε στάση το σίδερο κολλάει στη βράση
Και πάμε φίλε μου μαζί από μηδενική βάση
Η βολή μας και η βολή τους επιτέλους να χαλάσει
Μπας κι αλλάξει της πορεία της η πλάση.
Πες να πάει να γαμηθεί η κάθε εκδοχή
Που θέλει να κοιμάσαι χωρίς καμία ενοχή
Να πάει να γαμηθεί αυτό είναι μια αρχή
Να γίνει η νύχτα μέρα, κουβάρι η κλωστή.
Αγρίμια που σε σκιάζουν στα όνειρα σου
Κερί που λιώνει η ζωή σου τώρα πια
Σημάδι βάζεις για να βρεις τα βήματα σου
Γκρεμός μπροστά σου ένα σάλτο κι άντε γεια
Ανύπαρκτη μου μοιάζει η μορφή σου
Και φοβισμένο σκύλο που έκανε ζημία
Κοιμάσαι και ξυπνάς μα η ψυχή σου
Σ’ ένα κρεβάτι δεμένη με σκοινιά
Πόσο ακόμα θα γυρνάς στα στέκια εκείνα που σ’ έχουνε πικράνει
Ανήσυχο μου αλάνι άντε να βρεις λιμάνι, ντροπή να μη σε φτάνει
Θα βγάλουμε φιρμάνι, να πάψουν να σε κυνηγούν νονοί και πολισμάνοι.
Κοίτα που φτάνει μια ματιά σου καθαρή για να γίνει η ανατροπή
Πάψε όλα να τα ρίχνεις στην κακή ανατροφή
Και να γίνεσαι τροφή μασημένη για θηρία
Γίνε φίλε μου στροφή στην δική τους την ευθεία
Μην είσαι εύκολη λεία κι είναι η δυσκολία
Σ’ αυτούς που θέλουν να σε δουν να πέφτεις μ’ ευκολία.
Δείχνει δειλία αδιαφορία κι ο φανατισμός δικός τους χορηγός
Δε γουστάρουνε να είσαι του μυαλού σου ο αρχηγός
Θα ’σουν όμως στρατηγός στη δική σου τη θητεία
Κι ο μεσίτης του Θεού στη μικρή σου ενορία.
Να κι η ετυμηγορία, ένοχος εσύ, αθώα τα θηρία
Γι’ αυτό μη βάζεις μες’ το αίμα σου αυτή την υπνηλία
Που σου φέρνει απραξία, θα ’σαι πάντα το παιδί που χει κάνει αταξία.
|
Póso akóma tha girnás sta stékia ekina pu s’ échune pikráni
Anísicho mu aláni póte tha vris limáni tósi ntropí den ftáni
To kólpo afu den piáni etuto to sergiáni gémise mistiká.
Psémata, anófela berdémata, pseftika kanakémata
Ke chrisá stémmata ftiagména apó chartí
Olókliri i Gi gémise me gkremus ke rémata
Káne ta pánta apópse na thimízune giortí
Giortí ke panigiri, min kánis to chatíri
S’ aftus pu thélune na piun tu kósmu óli ti giri
Miázi dilía i siopí ma ki i fonés áku tes ginan grafikés
ke óso ménis étsi tha ise pánta sto kostumi énas lekés
ke sto chartí tus mia mutzura, girízis san ti svura!
Gi aftó állakse stási to sídero kollái sti vrási
Ke páme fíle mu mazí apó midenikí vási
I volí mas ke i volí tus epitélus na chalási
Bas ki alláksi tis poria tis i plási.
Pes na pái na gamithi i káthe ekdochí
Pu théli na kimáse chorís kamía enochí
Na pái na gamithi aftó ine mia archí
Na gini i níchta méra, kuvári i klostí.
Agrímia pu se skiázun sta ónira su
Kerí pu lióni i zoí su tóra pia
Simádi vázis gia na vris ta vímata su
Gkremós brostá su éna sálto ki ánte gia
Aníparkti mu miázi i morfí su
Ke fovisméno skílo pu ékane zimía
Kimáse ke ksipnás ma i psichí su
S’ éna kreváti deméni me skiniá
Póso akóma tha girnás sta stékia ekina pu s’ échune pikráni
Anísicho mu aláni ánte na vris limáni, ntropí na mi se ftáni
Tha vgálume firmáni, na pápsun na se kinigun noni ke polismáni.
Kita pu ftáni mia matiá su katharí gia na gini i anatropí
Pápse óla na ta ríchnis stin kakí anatrofí
Ke na ginese trofí masiméni gia thiría
Gine fíle mu strofí stin dikí tus tin efthia
Min ise efkoli lia ki ine i diskolía
S’ aftus pu thélun na se dun na péftis m’ efkolía.
Dichni dilía adiaforía ki o fanatismós dikós tus chorigós
De gustárune na ise tu mialu su o archigós
Tha ’sun ómos stratigós sti dikí su ti thitia
Ki o mesítis tu Theu sti mikrí su enoría.
Na ki i etimigoría, énochos esí, athóa ta thiría
Gi’ aftó mi vázis mes’ to ema su aftí tin ipnilía
Pu su férni apraksía, tha ’se pánta to pedí pu chi káni ataksía.
|