Έχω τόσα βράδια να σε δω
και περιμένω
μέσα μου ένα άλογο τυφλό
αγριεμένο
μη καπνίζεις τόσο, σ’ αγαπώ
και να προσέχεις
μη σε πάρει σύννεφο λευκό
και να μη τρέχεις.
Πόσο μου λείπεις, πόσο μου λείπεις…
Ένα τηλεφώνημα προχτές
μη μου αλλάζεις
πάγωσε στα χείλια ο καφές
μη με ξεχάσεις
μια φωτογραφία δυο διπλά
και στην υγειά σου
δυο τσιγάρα όπως μια φορά
κι όλα δικά σου.
Πέρασαν δυο μήνες σε ζητώ
και με πονάω
κόλλησαν οι δείχτες στο κενό
και πού να πάω
|
Έcho tósa vrádia na se do
ke periméno
mésa mu éna álogo tifló
agrieméno
mi kapnízis tóso, s’ agapó
ke na proséchis
mi se pári sínnefo lefkó
ke na mi tréchis.
Póso mu lipis, póso mu lipis…
Έna tilefónima prochtés
mi mu allázis
págose sta chilia o kafés
mi me ksechásis
mia fotografía dio diplá
ke stin igiá su
dio tsigára ópos mia forá
ki óla diká su.
Pérasan dio mínes se zitó
ke me ponáo
kóllisan i dichtes sto kenó
ke pu na páo
|