Τον έρωτά σου αρνήθηκα για τα παλάτια,
μα τώρα που ‘γινα μεγάλος και τρανός,
όσο δεν βλέπω αντίκρυ μου τα δυο σου μάτια,
καταλαβαίνω ότι είμαι ο πιο φτωχός.
Τώρα βλέπω πόσο είν’ αδειανή,
δίχως την αγάπη, η ζωή,
πόσο δίκιο έχουν τα παιδιά
όταν ξενυχτούν για μια καρδιά.
Ενόμιζα πως, μοναχά το χρήμα αξίζει
κι ότι κρατάει της ευτυχίας τα κλειδιά,
γιατί, ποτέ δεν είχα, ένα, υπολογίσει,
ότι υπάρχει και αγάπη και καρδιά.
Τώρα βλέπω πόσο είν’ αδειανή,
δίχως την αγάπη, η ζωή,
πόσο δίκιο έχουν τα παιδιά
όταν ξενυχτούν για μια καρδιά.
|
Ton érotá su arníthika gia ta palátia,
ma tóra pu ‘gina megálos ke tranós,
óso den vlépo antíkri mu ta dio su mátia,
katalaveno óti ime o pio ftochós.
Tóra vlépo póso in’ adianí,
díchos tin agápi, i zoí,
póso díkio échun ta pediá
ótan ksenichtun gia mia kardiá.
Enómiza pos, monachá to chríma aksízi
ki óti kratái tis eftichías ta klidiá,
giatí, poté den icha, éna, ipologisi,
óti ipárchi ke agápi ke kardiá.
Tóra vlépo póso in’ adianí,
díchos tin agápi, i zoí,
póso díkio échun ta pediá
ótan ksenichtun gia mia kardiá.
|