Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά
για τα νησιά του νότου,
πότε το ρου θ’ ανέβουμε
του ποταμού Αμαζόνα,
καιρός μας πια να πάψουμε
να βλέπουμε μπροστά μας,
των ίδιων, πάντα, λιμανιών,
τη νυσταγμένη εικόνα.
Θα σβήσει η νέα μας ορμή
σα βήματα στην άμμο,
από το κύμα, την παλιά,
ασάλευτη ζωή μας,
σημαία, υψώστε την ψυχή,
στο πιο ψηλό κατάρτι,
δεν είν’ αλήθεια ότ’ ήρθαμε
αργά στην εποχή μας.
Μπορούμ’ ακόμα μια ζωή
να ζήσουμε καινούργια,
αντίς να μαραζώνουμε
σαν τον κομμένο δυόσμο,
φτάνει να κάνουμε πανιά,
σαν τους θαλασσοπόρους,
που μια πατρίδα αφήνοντας,
έβρισκαν έναν κόσμο,
φτάνει να κάνουμε πανιά,
σαν τους θαλασσοπόρους,
που μια πατρίδα αφήνοντας,
έβρισκαν έναν κόσμο.
|
Póte th’ aniksume paniá
gia ta nisiá tu nótu,
póte to ru th’ anévume
tu potamu Amazóna,
kerós mas pia na pápsume
na vlépume brostá mas,
ton ídion, pánta, limanión,
ti nistagméni ikóna.
Tha svísi i néa mas ormí
sa vímata stin ámmo,
apó to kíma, tin paliá,
asálefti zoí mas,
simea, ipsóste tin psichí,
sto pio psiló katárti,
den in’ alíthia ót’ írthame
argá stin epochí mas.
Borum’ akóma mia zoí
na zísume kenurgia,
antís na marazónume
san ton komméno diósmo,
ftáni na kánume paniá,
san tus thalassopórus,
pu mia patrída afínontas,
évriskan énan kósmo,
ftáni na kánume paniá,
san tus thalassopórus,
pu mia patrída afínontas,
évriskan énan kósmo.
|