Κοίτα, γίναν ασημένια
τα μαλλιά μου απ’ την έννοια,
κοίτα, γίνανε ρυτίδες
της αγάπης οι ελπίδες.
Πότε θα `ρθει, Θεέ μου, πότε,
την προσμένω από τότε,
από τότε που ‘μουνα παιδί,
κάνε, Θεέ μου, να `ρθει τώρα,
με του έρωτα τα δώρα
και του Παραδείσου το κλειδί.
Κοίτα, χάνονται τα χρόνια,
φεύγουν σαν τα χελιδόνια,
κοίτα, φεύγουν και φοβάμαι
πως, μονάχος πάντα θα `μαι.
Πότε θα ‘ρθει, Θεέ μου, πότε,
την προσμένω από τότε,
από τότε που ‘μουνα παιδί,
κάνε, Θεέ μου, να `ρθει τώρα,
με του έρωτα τα δώρα
και του Παραδείσου το κλειδί
|
Kita, ginan asiménia
ta malliá mu ap’ tin énnia,
kita, ginane ritídes
tis agápis i elpídes.
Póte tha `rthi, Theé mu, póte,
tin prosméno apó tóte,
apó tóte pu ‘muna pedí,
káne, Theé mu, na `rthi tóra,
me tu érota ta dóra
ke tu Paradisu to klidí.
Kita, chánonte ta chrónia,
fevgun san ta chelidónia,
kita, fevgun ke fováme
pos, monáchos pánta tha `me.
Póte tha ‘rthi, Theé mu, póte,
tin prosméno apó tóte,
apó tóte pu ‘muna pedí,
káne, Theé mu, na `rthi tóra,
me tu érota ta dóra
ke tu Paradisu to klidí
|