Θυμάσαι με τι βάσανα μαζεύαμε το νοίκι
και κάθε μ’ελεγες πως “έχει ο Θεός”,
για πες μου πως την ξέχασες, αχ, τη Θεσσαλονίκη
και στην Αθήνα μ΄έγινες μεγάλος και τρανός.
Και τώρα είμαι ένα τίποτα
κι εσύ είσαι τα πάντα
για σένα παίζει η μπάντα
στο δρόμο σαν περνάς.
Και τώρα είμαι ένα τίποτα
και πες μου τι έχω φταίξει
και δε με λες μια λέξη
γιατί δε με μιλάς.
Θυμάσαι που διαβάζαμε κάτω απ τον ίδιο στύλο
έναν καιρό που μέναμε σε σπίτι δίχως φως,
έναν καιρό που πίστευα πως είχα ένα φίλο
και με λεγες πως πάντοτε θε να σε αδερφός.
Και τώρα είμαι ένα τίποτα
κι εσύ είσαι τα πάντα
για σένα παίζει η μπάντα
στο δρόμο σαν περνάς.
Και τώρα είμαι ένα τίποτα
και πες μου τι έχω φταίξει
και δε με λες μια λέξη
γιατί δε με μιλάς
|
Thimáse me ti vásana mazevame to niki
ke káthe m’eleges pos “échi o Theós”,
gia pes mu pos tin kséchases, ach, ti Thessaloníki
ke stin Athína m΄égines megálos ke tranós.
Ke tóra ime éna típota
ki esí ise ta pánta
gia séna pezi i bánta
sto drómo san pernás.
Ke tóra ime éna típota
ke pes mu ti écho fteksi
ke de me les mia léksi
giatí de me milás.
Thimáse pu diavázame káto ap ton ídio stílo
énan keró pu méname se spíti díchos fos,
énan keró pu písteva pos icha éna fílo
ke me leges pos pántote the na se aderfós.
Ke tóra ime éna típota
ki esí ise ta pánta
gia séna pezi i bánta
sto drómo san pernás.
Ke tóra ime éna típota
ke pes mu ti écho fteksi
ke de me les mia léksi
giatí de me milás
|