Είναι η καρδιά μου, είπα, σπίτι στο γκρεμό,
μα κρύβει, είπα, έναν κήπο ανθισμένο,
σε παρακάλαγα να `ρθείς τόσον καιρό
να σου μιλήσω για τον κήπο τον κρυμμένο.
Γιατί δεν έρχεσαι και η ζωή περνά
κι αγκάθια γέμισε και πικρανθούς ο κήπος,
μήπως δε μ’ ένιωσες ποτέ σου αληθινά,
μήπως δε μ’ αγαπούσες, μήπως.
Σ’ αυτό τον κήπο δεν περπάτησε κανείς
εσένα, είπα, μόνο εσένα περιμένει,
λίγη αγάπη, είπα, δείξε και θα δεις,
πόσοι παράδεισοι υπάρχουνε κρυμμένοι.
Γιατί δεν έρχεσαι και η ζωή περνά
κι αγκάθια γέμισε και πικρανθούς ο κήπος,
μήπως δε μ’ ένιωσες ποτέ σου αληθινά,
μήπως δε μ’ αγαπούσες, μήπως.
|
Ine i kardiá mu, ipa, spíti sto gkremó,
ma krívi, ipa, énan kípo anthisméno,
se parakálaga na `rthis tóson keró
na su milíso gia ton kípo ton krimméno.
Giatí den érchese ke i zoí perná
ki agkáthia gémise ke pikranthus o kípos,
mípos de m’ énioses poté su alithiná,
mípos de m’ agapuses, mípos.
S’ aftó ton kípo den perpátise kanis
eséna, ipa, móno eséna periméni,
lígi agápi, ipa, dikse ke tha dis,
pósi parádisi ipárchune krimméni.
Giatí den érchese ke i zoí perná
ki agkáthia gémise ke pikranthus o kípos,
mípos de m’ énioses poté su alithiná,
mípos de m’ agapuses, mípos.
|