Βρέχει ξανά κι ήρθα πάλι εδώ
στον άδειο το σταθμό, μόνη στη γωνιά,
κοιτώ παντού μήπως και φανείς,
στην άκρη της γραμμής τραίνου μακρινού.
Που πάτε τραίνα στο δειλινό,
πάρτε κι εμένα μακριά από `δω,
πάρτε κι εμένα για να τον βρω,
που πάτε τραίνα στο δειλινό.
Οι ταξιδιώτες κουνάν τα μαντήλια
μα εγώ είμαι μόνη τέτοια βραδιά,
έχω αφίλητα τα δυο μου χείλια
και πνίγω τ’ όνειρο μες στην καρδιά.
Εσύ είσ’ αυτός που `χω στην καρδιά,
ποιος τόπος σε κρατά μακριά μου, ποιος,
σε καρτερώ βράδυ και πρωί
σαν το μικρό πουλί με μισό φτερό.
Που πάτε τραίνα στο δειλινό,
πάρτε κι εμένα μακριά από `δω,
πάρτε κι εμένα για να τον βρω,
που πάτε τραίνα στο δειλινό.
Οι ταξιδιώτες κουνάν τα μαντήλια
μα εγώ είμαι μόνη τέτοια βραδιά,
έχω αφίλητα τα δυο μου χείλια
και πνίγω τ’ όνειρο μες στην καρδιά.
|
Oréchi ksaná ki írtha páli edó
ston ádio to stathmó, móni sti goniá,
kitó pantu mípos ke fanis,
stin ákri tis grammís trenu makrinu.
Pu páte trena sto dilinó,
párte ki eména makriá apó `do,
párte ki eména gia na ton vro,
pu páte trena sto dilinó.
I taksidiótes kunán ta mantília
ma egó ime móni tétia vradiá,
écho afílita ta dio mu chilia
ke pnígo t’ óniro mes stin kardiá.
Esí is’ aftós pu `cho stin kardiá,
pios tópos se kratá makriá mu, pios,
se karteró vrádi ke pri
san to mikró pulí me misó fteró.
Pu páte trena sto dilinó,
párte ki eména makriá apó `do,
párte ki eména gia na ton vro,
pu páte trena sto dilinó.
I taksidiótes kunán ta mantília
ma egó ime móni tétia vradiá,
écho afílita ta dio mu chilia
ke pnígo t’ óniro mes stin kardiá.
|