Δρόμοι όλο λάσπη και σπίτια ρημαδιό
πού να χωρέσει τ’ όνειρο σε κάμαρη δυο πήχες.
Έλα καλή μου, φόρεσε τ’ άσπρο μαντήλι που είχες
και τ’ αύριο πιο καλό απ’ το χθες, για μας τους δυο.
Σφυρίζει η φάμπρικα, η βάρδια μου τελειώνει
κι αν θες ν’ αλλάξουμε ζωή, να πάμε σε μιαν άλλη,
έλα καλή μου, φόρεσε τ’ άσπρο μαντήλι σου πάλι
και τ’ αύριο πιο καλό απ’ το χθες για μας τους δυο.
Πέφτει σκοτάδι στους δρόμους τους στενούς
και τα παιδιά μαζεύτηκαν τριγύρω στο μαγκάλι.
Έχουμε οι δυο μας δύναμη να ξαναρχίσουμε πάλι
σε κόσμους άλλους κι ουρανούς, πιο φωτεινούς
|
Drómi ólo láspi ke spítia rimadió
pu na chorési t’ óniro se kámari dio píches.
Έla kalí mu, fórese t’ áspro mantíli pu iches
ke t’ avrio pio kaló ap’ to chthes, gia mas tus dio.
Sfirízi i fábrika, i várdia mu telióni
ki an thes n’ alláksume zoí, na páme se mian álli,
éla kalí mu, fórese t’ áspro mantíli su páli
ke t’ avrio pio kaló ap’ to chthes gia mas tus dio.
Péfti skotádi stus drómus tus stenus
ke ta pediá mazeftikan trigiro sto magkáli.
Έchume i dio mas dínami na ksanarchísume páli
se kósmus állus ki uranus, pio fotinus
|