Το βράδυ αυτό που ξενυχτώ
μπροστά στο τζάκι το σβηστό
η σκέψη μου όλη μικρό πουλί
με το νοτιά πετάει μακριά
και τα πλατιά φτερά ματώνει.
Πού ‘ναι η αγάπη, τάχα πού να κρύβεται;
Πού ‘ναι η αγάπη, ποιος την έχει δει,
λέει το χλωμό παιδί που ακούει το παραμύθι,
πάνε στ’ όνειρό του απόψε να τη βρει.
Απ’ την ψυχή μια προσευχή
γι’ αυτήν που χάθηκε αντηχεί
ψηλά ανεβαίνει σ’ αυτήν τη σκέψη τριγυρνά
μα δεν υπάρχει πουθενά, είναι χαμένη.
Πού ‘ναι η αγάπη, τάχα πού να κρύβεται;
Πού ‘ναι η αγάπη, ποιος την έχει δει
κάθε δειλινό στον ουρανό τα χέρια απλώνει
άφωνο δακρύζει το χλωμό παιδί.
|
To vrádi aftó pu ksenichtó
brostá sto tzáki to svistó
i sképsi mu óli mikró pulí
me to notiá petái makriá
ke ta platiá fterá matóni.
Pu ‘ne i agápi, tácha pu na krívete;
Pu ‘ne i agápi, pios tin échi di,
léi to chlomó pedí pu akui to paramíthi,
páne st’ óniró tu apópse na ti vri.
Ap’ tin psichí mia prosefchí
gi’ aftín pu cháthike antichi
psilá aneveni s’ aftín ti sképsi trigirná
ma den ipárchi puthená, ine chaméni.
Pu ‘ne i agápi, tácha pu na krívete;
Pu ‘ne i agápi, pios tin échi di
káthe dilinó ston uranó ta chéria aplóni
áfono dakrízi to chlomó pedí.
|