Το λένε τα πουλιά
πριν της βροχής τη μυρωδιά
όταν πετάνε χαμηλά
και μου το ψιθυρίζουνε.
Πως μια στεγνή καρδιά
χωρίς αγάπη να κυλά
χτυπάει πάντα πιο αργά
κι ύστερα τιτιβίζουνε.
Άχου πουλάκι είμαι χαμένο
στις λεωφόρους και περιμένω
αχ ένα χέρι, ένα άδειο χέρι
να με χωρεί.
Μου λένε ακόμα πως
ο άνθρωπος ο μοναχός
ούτε ίχνος έχει ούτε φως
πόσο με βασανίζουν.
Και να κοιτάω μακριά
στου ορίζοντα την απλωσιά
και σε λιμάνια μακρινά
κι ύστερα φτερουγίζουν.
Άχου πουλάκι είμαι χαμένο
στις λεωφόρους και περιμένω
αχ ένα χέρι, ένα άδειο χέρι
να με χωρεί.
|
To léne ta puliá
prin tis vrochís ti mirodiá
ótan petáne chamilá
ke mu to psithirízune.
Pos mia stegní kardiá
chorís agápi na kilá
chtipái pánta pio argá
ki ístera titivízune.
Άchu puláki ime chaméno
stis leofórus ke periméno
ach éna chéri, éna ádio chéri
na me chori.
Mu léne akóma pos
o ánthropos o monachós
ute íchnos échi ute fos
póso me vasanízun.
Ke na kitáo makriá
stu orízonta tin aplosiá
ke se limánia makriná
ki ístera fterugizun.
Άchu puláki ime chaméno
stis leofórus ke periméno
ach éna chéri, éna ádio chéri
na me chori.
|