Γιατί πατέρα, γιατί πατέρα,
είσαι θλιμμένος και σκεπτικός,
ποια μαύρη σκέψη σε βασανίζει
και το ψωμί σου με πόνο τρως.
Γιατί παιδί μου στη ζωή
δεν βλέπω άσπρη μέρα,
είναι πολλά τα βάσανα
κι οι πίκρες του πατέρα.
Γιατί πατέρα, γιατί πατέρα,
τα δυο σου χείλη να μη γελούν,
μόν’ απ’ τα μάτια σου, αχ, τα θλιμμένα
δάκρυα μαύρα κρυφοκυλούν.
Γιατί παιδί μου ο ντουνιάς
δεν ειν’ όπως νομίζεις,
σε κάνει πάντα να πονάς,
να κλαις και να δακρύζεις.
Γιατί πατέρα, γιατί πατέρα,
δεν έχεις ύπνο και ξαγρυπνάς
κι όλα τα βράδια με τη μητέρα
μιλάτε ώρες κρυφά από ‘μας.
Γιατί με τη μητέρα σου
τα βάσανά μας λέμε,
όνειρα πλάθουμε για σας
και κάπου κάπου κλαίμε.
|
Giatí patéra, giatí patéra,
ise thlimménos ke skeptikós,
pia mavri sképsi se vasanízi
ke to psomí su me póno tros.
Giatí pedí mu sti zoí
den vlépo áspri méra,
ine pollá ta vásana
ki i píkres tu patéra.
Giatí patéra, giatí patéra,
ta dio su chili na mi gelun,
món’ ap’ ta mátia su, ach, ta thlimména
dákria mavra krifokilun.
Giatí pedí mu o ntuniás
den in’ ópos nomízis,
se káni pánta na ponás,
na kles ke na dakrízis.
Giatí patéra, giatí patéra,
den échis ípno ke ksagripnás
ki óla ta vrádia me ti mitéra
miláte óres krifá apó ‘mas.
Giatí me ti mitéra su
ta vásaná mas léme,
ónira pláthume gia sas
ke kápu kápu kleme.
|