Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή
σαν να `ταν σήμερα, τώρα,
ήταν όλα γκρίζα, ίσα που χάραζε.
Ο Μανώλης στο τιμόνι,
ο Δημητρός, συνοδηγός κι εγώ πίσω.
Μπαίναμε στο Βαρδάρη.
Σ’ ένα κόκκινο φανάρι,
ο Μανώλης άρχισε να λέει:
“Γεια σου, μάνα Σαλονίκη,
γεια σου, νύφη του βορρά,
γεια σου, Τούμπα και Βαρδάρη,
γεια σου, και Καλαμαριά,
Μάνα είναι, ρε Δημητρό,τι νομίζεις”.
Ήταν από τους ξένους που την αλλάξαν.
Αγάπησε τον κόσμο της,
αγάπησε τους Σαλονικιούς.
Του αφιερώνουμε λοιπόν, όλοι εμείς οι φίλοι του
απ’ τη Θεσσαλονίκη, την αγάπη μας,
τραγουδώντας τα τραγούδια που τραγούδησε.
Τα τραγούδια που τραγούδησε
μ’ έναν τρόπο μοναδικό κι απλησίαστο,
και του λέμε εκεί πάνω που είναι, ότι ζει
και θα ζει μέσα στις καρδιές μας, για πάντα.
|
Thimáme ekini ti stigmí
san na `tan símera, tóra,
ítan óla gkríza, ísa pu cháraze.
O Manólis sto timóni,
o Dimitrós, sinodigós ki egó píso.
Bename sto Oardári.
S’ éna kókkino fanári,
o Manólis árchise na léi:
“Gia su, mána Saloníki,
gia su, nífi tu vorrá,
gia su, Tuba ke Oardári,
gia su, ke Kalamariá,
Mána ine, re Dimitró,ti nomízis”.
Ήtan apó tus ksénus pu tin alláksan.
Agápise ton kósmo tis,
agápise tus Salonikius.
Tu afierónume lipón, óli emis i fíli tu
ap’ ti Thessaloníki, tin agápi mas,
tragudóntas ta tragudia pu tragudise.
Ta tragudia pu tragudise
m’ énan trópo monadikó ki aplisíasto,
ke tu léme eki páno pu ine, óti zi
ke tha zi mésa stis kardiés mas, gia pánta.
|