Στη στέγη ψιχάλες
χτυπούν ρυθμικά
στα μάγουλα δάκρυα
χτυπάνε καυτά.
Πως γυρίζει στην πόρτα κλειδί
ο βοριάς με γελάει
ας τελειώσει αυτή η προσμονή
κι η καρδιά να χτυπάει.
Η προσμονή κι η αγωνία
μου πήραν χρόνια
τα μαλλιά μου άσπρισαν
γέμισαν χιόνια
απ’ την προσμονή.
Σπουργίτια και φύλλα
εκεί που αγναντεύω
παρέα μου κάνουν
κι εγώ σε γυρεύω.
Ξαστεριά και χαρά στη ζωή
η μορφή σου θα φέρει
ας τελειώσει αυτή η προσμονή
κι η καρδιά να υποφέρει.
Η προσμονή κι η αγωνία
μου πήραν χρόνια
τα μαλλιά μου άσπρισαν
γέμισαν χιόνια
απ’ την προσμονή.
|
Sti stégi psicháles
chtipun rithmiká
sta mágula dákria
chtipáne kaftá.
Pos girízi stin pórta klidí
o voriás me gelái
as teliósi aftí i prosmoní
ki i kardiá na chtipái.
I prosmoní ki i agonía
mu píran chrónia
ta malliá mu ásprisan
gémisan chiónia
ap’ tin prosmoní.
Spurgitia ke fílla
eki pu agnantevo
paréa mu kánun
ki egó se girevo.
Ksasteriá ke chará sti zoí
i morfí su tha féri
as teliósi aftí i prosmoní
ki i kardiá na ipoféri.
I prosmoní ki i agonía
mu píran chrónia
ta malliá mu ásprisan
gémisan chiónia
ap’ tin prosmoní.
|