Πρωί που πας για τη δουλειά
οι δρόμοι γίνονται σκυλιά
σε παίρνουν από πίσω
κι από του ύπνου το βυθό
ένα παράπονο ρηχό
πηγαίνει τοίχο τοίχο.
Εκείνη με τα πράσινα
τα μάτια τα διάσημα
απ’ την αφίσα σε κοιτά
και τσιγαράκι σου πετά.
Πρωί που πας για τη δουλειά
οι δρόμοι γίνονται πουλιά
στου στήθους σου τη μπόρα
στο τρόλεϊ σ’ ακολουθούν
δεν έχουνε πού να στηθούν
κι εσύ κοιτάς την ώρα.
Εκείνη με τα κόκκινα
και με τα ψηλοτάκουνα
έχει εφαρμόσει μια λαβή
στου νου σου τη χειρολαβή
|
Pri pu pas gia ti duliá
i drómi ginonte skiliá
se pernun apó píso
ki apó tu ípnu to vithó
éna parápono richó
pigeni ticho ticho.
Ekini me ta prásina
ta mátia ta diásima
ap’ tin afísa se kitá
ke tsigaráki su petá.
Pri pu pas gia ti duliá
i drómi ginonte puliá
stu stíthus su ti bóra
sto trólei s’ akoluthun
den échune pu na stithun
ki esí kitás tin óra.
Ekini me ta kókkina
ke me ta psilotákuna
échi efarmósi mia laví
stu nu su ti chirolaví
|