Κάθε που πίνω απ’ την πηγή σου
κάτι μου καίει τον ουρανίσκο
ψάχνω στο φως μα δε σε βρίσκω
μες στην αδιάκοπη ροή σου.
Δεν έπρεπε να ’σουν βροχή
μόνο της φυλακής μου ο τοίχος
κι είναι παράταιρη εποχή
να βρει το δίκιο του ένας στίχος.
Στου κόσμου τις στοές χαμένη
μετράς τις πένθιμες βραγιές του
να ’σαι κορίτσι του Ηφαίστου
η στάχτη από φωτιά σβησμένη.
Δεν έπρεπε να ’σουν φωτιά
μόνο ένα κρίνο του πελάγου
να σ’ αποκλείσω στη στεριά
με μοχθηρία αρχαίου μάγου.
Τώρα τα γυάλινά σου μάτια
έχουν μιαν αίσθηση απορίας
σπασμένη σε μικρά κομμάτια
σαν κρύσταλλο άγριο της Τσεχίας.
Δεν έπρεπε να ’σουν ζωή
μόνο μια πεταλούδα χιόνι
να μου σκεπάζει την ψυχή
κι από το κρύο της να μη λιώνει.
|
Káthe pu píno ap’ tin pigí su
káti mu kei ton uranísko
psáchno sto fos ma de se vrísko
mes stin adiákopi roí su.
Den éprepe na ’sun vrochí
móno tis filakís mu o tichos
ki ine paráteri epochí
na vri to díkio tu énas stíchos.
Stu kósmu tis stoés chaméni
metrás tis pénthimes vragiés tu
na ’se korítsi tu Ifestu
i stáchti apó fotiá svisméni.
Den éprepe na ’sun fotiá
móno éna kríno tu pelágu
na s’ apokliso sti steriá
me mochthiría archeu mágu.
Tóra ta giáliná su mátia
échun mian esthisi aporías
spasméni se mikrá kommátia
san krístallo ágrio tis Tsechías.
Den éprepe na ’sun zoí
móno mia petaluda chióni
na mu skepázi tin psichí
ki apó to krío tis na mi lióni.
|