Την ήξερες τη μάγισσα την κούκλα την Πυθία
που έκανε διφορούμενα αστεία
τα πρωινά βαριότανε να πάει στη δουλειά της
καπάκι άλλο ένα στην υγειά της
Να συμπληρώνεις ένσημα, Απόλλωνά μου αηδία…
Μα εξασκούσε μάγια κάθε αργία
Και είχε μυστικό δεσμό με τον Άρρητο το Θείο
και τον μικρό από το καφενείο
Άλα! Ήτανε μάγισσα, ήτανε στ’ αλήθεια
Άλα! Και το έδειχνε κάθε της συνήθεια
Άλα! Ειδωλολάτρισσα! Άλα! Βαρεμένη!
Ώπα! Απ’ τους θεούς της προδομένη
Αφρόλουτρο σαν έκανε βούιζε η Κασταλία
έπαιρνε μάτι όλη η αλητεία
Τεράστιους κρίκους φόραγε, μικρούς σταυρούς στ’ αυτιά της
ένα τσουλούφι μάσαγε που έπεφτε μπροστά της
Την συμβουλεύτηκαν πολλοί, την άκουγε με δέος
ακόμα κι ο φαντάρος ο ωραίος
Την συμβουλεύτηκα κι εγώ να δω τι θ’ απογίνω
και μου πε τις πληγές μου να μην ξύνω
|
Tin íkseres ti mágissa tin kukla tin Pithía
pu ékane diforumena astia
ta priná variótane na pái sti duliá tis
kapáki állo éna stin igiá tis
Na siblirónis énsima, Apólloná mu aidía…
Ma eksaskuse mágia káthe argia
Ke iche mistikó desmó me ton Άrrito to Thio
ke ton mikró apó to kafenio
Άla! Ήtane mágissa, ítane st’ alíthia
Άla! Ke to édichne káthe tis siníthia
Άla! Idololátrissa! Άla! Oareméni!
Ώpa! Ap’ tus theus tis prodoméni
Afrólutro san ékane vuize i Kastalía
éperne máti óli i alitia
Terástius kríkus fórage, mikrus stavrus st’ aftiá tis
éna tsulufi másage pu épefte brostá tis
Tin simvuleftikan polli, tin ákuge me déos
akóma ki o fantáros o oreos
Tin simvuleftika ki egó na do ti th’ apogino
ke mu pe tis pligés mu na min ksíno
|