Πως φοβάμαι να σου πω ότι κουράστηκα στο πλάι σου,
πως δεν έχω πια σκοπό να πολεμάω για την αγάπη σου,
πως διστάζω να σου πω τη μοναξιά ότι προτίμησα,
μες στα μάτια να σε δω και να σου πω ότι σε νίκησα.
Και πάλι κλείνομαι στον εαυτό μου,
δε βρίσκω δύναμη για το καλό μου,
σε είχα κάποτε για άνθρωπό μου
κι αυτό πονάει.
Δε μ’ αφήνουν να στο πω σαν με κοιτούν αυτά τα μάτια σου,
και κλείνομαι, πνίγομαι.
Πως φοβάμαι να σου πω μες στην καρδούλα μου χειμώνιασε,
πως το πάθος μας αυτό σαν ζωγραφιά τώρα ξεθώριασε,
πως διστάζω να σου πω τη μοναξιά ότι προτίμησα,
μες στα μάτια να σε δω και να σου πω ότι σε νίκησα.
Και πάλι κλείνομαι στον εαυτό μου,
δε βρίσκω δύναμη για το καλό μου,
σε είχα κάποτε για άνθρωπό μου
κι αυτό πονάει.
Δε μ’ αφήνουν να στο πω σαν με κοιτούν αυτά τα μάτια σου,
και κλείνομαι, πνίγομαι.
|
Pos fováme na su po óti kurástika sto plái su,
pos den écho pia skopó na polemáo gia tin agápi su,
pos distázo na su po ti monaksiá óti protímisa,
mes sta mátia na se do ke na su po óti se níkisa.
Ke páli klinome ston eaftó mu,
de vrísko dínami gia to kaló mu,
se icha kápote gia ánthropó mu
ki aftó ponái.
De m’ afínun na sto po san me kitun aftá ta mátia su,
ke klinome, pnígome.
Pos fováme na su po mes stin kardula mu chimóniase,
pos to páthos mas aftó san zografiá tóra ksethóriase,
pos distázo na su po ti monaksiá óti protímisa,
mes sta mátia na se do ke na su po óti se níkisa.
Ke páli klinome ston eaftó mu,
de vrísko dínami gia to kaló mu,
se icha kápote gia ánthropó mu
ki aftó ponái.
De m’ afínun na sto po san me kitun aftá ta mátia su,
ke klinome, pnígome.
|