Άρχισε η σκέψη μου πάλι να βασανίζει το κεφάλι μου,
βάρυνε ο νους μου όπως βάρυνε τούτη η γη
από το βάρος των πικράνθρωπων μ’ οδήγησε η ζάλη μου
να σιγοτραγουδάω με το μπουκάλι σε βουνού κορφή.
Δεν είμαι από αυτούς που πήγα πέτρα να ρίξω στη πόρνη,
δεν άκουσα τον Χριστό δεν ήμουν καν εκεί
όταν τα σύμβολα υψωνότανε μυριάδες
κι οι βασιλιάδες ‘δειχναν την κατεύθυνση καμαρωτοί.
Δεν ήμουν στους πολεμιστές, δεν ήμουν ούτε στους φυγάδες
παρακαλούσα όμως την γη ν’ ανοίξει να με καταπιεί
μήπως κι έτσι δεν άκουγα τους άπληστους φονιάδες
να γελάνε δυνατά μες τα παλάτια καθώς πέφταν οι νεκροί,
για ένα σταυρό ή μια εξάλφα, για μια άρια Ευρώπη,
για μια μεγάλη Ελλάδα, για ένα ενιαίο Ισλάμ
ανθρώπων έργα ήταν όλα τα γαμημένα
πέφταν νεκροί οι αθώοι κι ένοχοι σιγοψιθύριζαν ταμάμ.
Πίσω απ’ το όνομα που είχαν απλά κληρονομήσει
κι απ’ το γαλάζιο αίμα τους που σκόρπιζε τη φωτιά
κάναν το θάνατο να μοιάζει στον χάρτη με παιχνίδι,
το ίδιο κάνουν και τώρα των μασόνων τα παιδιά.
Πώς τολμάς νεκρούς για πλάκα να σκορπάς
να καις και να θερίζεις, ν’ αφανίζεις και να μην πονάς;
Μην μιλάς καλύτερα θα ‘ναι για μας
γιατί με κάθε λέξη σου νεκρούς στο χώμα ακουμπάς.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που αλλαξοπίστησα για τριάντα αργύρια,
δεν ήμουνα μες τον όχλο που φώναζε από ντροπή,
δεν φόρεσα ποτέ στη σκέψη μου τουρμπάνια και φέσια
ούτε χλαμύδα χρυσοκέντητη, δεν ήμουν εκεί.
Ποτέ δεν πίστεψα θεό που τον πρεσβεύαν ρασοφόροι,
ούτε δημοκρατία για φορεσιά που είχε κοστούμι
πάντα μου φέρναν αηδία οι celebrity χώροι
κι αναρωτιόμουνα πώς ξέπεσε ο λόγος μέσα εκεί.
Στην λευτεριά που άρχιζε με βροχή από μπόμπες
και τέλειωνε με ανθρώπους θαμμένους στην γη
ως πότε της μαυροφορεμένης μάνας το κλάμα
θα στάζει μέσα στ’ αυτιά μας μονάχα πόνο κι οργή.
Αιμορραγεί ο πλανήτης από Οσάμα και Μπους
αλάφρυνε από ζωντανούς και βάρυνε από νεκρούς,
βαρέθηκε τους αρχηγούς μα και τους υποτακτικούς,
αναρωτιέμαι που και που ποιοι να είναι στους λοιπούς.
Στου κόσμου μας το όνειδος δε θα προτείνω λύση
πιστεύω πως μονάχη της θα την έβρει η φύση,
μέσα σε οίκους λευκούς και διαδρόμους ψυχρούς
σταυρώσατε την ειρήνη σαν να ‘ταν ο Ιησούς.
Πώς τολμάς νεκρούς για πλάκα να σκορπάς
να καις και να θερίζεις, ν’ αφανίζεις και να μην πονάς;
Μην μιλάς καλύτερα θα ‘ναι για μας
γιατί με κάθε λέξη σου νεκρούς στο χώμα ακουμπάς.
|
Άrchise i sképsi mu páli na vasanízi to kefáli mu,
várine o nus mu ópos várine tuti i gi
apó to város ton pikránthropon m’ odígise i záli mu
na sigotragudáo me to bukáli se vunu korfí.
Den ime apó aftus pu píga pétra na ríkso sti pórni,
den ákusa ton Christó den ímun kan eki
ótan ta símvola ipsonótane miriádes
ki i vasiliádes ‘dichnan tin katefthinsi kamaroti.
Den ímun stus polemistés, den ímun ute stus figádes
parakalusa ómos tin gi n’ aniksi na me katapii
mípos ki étsi den ákuga tus áplistus foniádes
na geláne dinatá mes ta palátia kathós péftan i nekri,
gia éna stavró í mia eksálfa, gia mia ária Evrópi,
gia mia megáli Elláda, gia éna enieo Islám
anthrópon érga ítan óla ta gamiména
péftan nekri i athói ki énochi sigopsithírizan tamám.
Píso ap’ to ónoma pu ichan aplá klironomísi
ki ap’ to galázio ema tus pu skórpize ti fotiá
kánan to thánato na miázi ston chárti me pechnídi,
to ídio kánun ke tóra ton masónon ta pediá.
Pós tolmás nekrus gia pláka na skorpás
na kes ke na therízis, n’ afanízis ke na min ponás;
Min milás kalítera tha ‘ne gia mas
giatí me káthe léksi su nekrus sto chóma akubás.
Den ime ap’ aftus pu allaksopístisa gia triánta argiria,
den ímuna mes ton óchlo pu fónaze apó ntropí,
den fóresa poté sti sképsi mu turbánia ke fésia
ute chlamída chrisokéntiti, den ímun eki.
Poté den pístepsa theó pu ton presvevan rasofóri,
ute dimokratía gia foresiá pu iche kostumi
pánta mu férnan aidía i celebrity chóri
ki anarotiómuna pós ksépese o lógos mésa eki.
Stin lefteriá pu árchize me vrochí apó bóbes
ke télione me anthrópus thamménus stin gi
os póte tis mavroforeménis mánas to kláma
tha stázi mésa st’ aftiá mas monácha póno ki orgí.
Emorragi o planítis apó Osáma ke Bus
aláfrine apó zontanus ke várine apó nekrus,
varéthike tus archigus ma ke tus ipotaktikus,
anarotiéme pu ke pu pii na ine stus lipus.
Stu kósmu mas to ónidos de tha protino lísi
pistevo pos monáchi tis tha tin évri i físi,
mésa se ikus lefkus ke diadrómus psichrus
stavrósate tin iríni san na ‘tan o Iisus.
Pós tolmás nekrus gia pláka na skorpás
na kes ke na therízis, n’ afanízis ke na min ponás;
Min milás kalítera tha ‘ne gia mas
giatí me káthe léksi su nekrus sto chóma akubás.
|