Πώς πονάω το χωριό μου
που μεγάλωσα εκεί,
τη μανούλα, το σπιτάκι
και μι’ αγάπη μου κρυφή
που έχω μέσα στην ψυχή.
Έχω αμπέλια και χωράφια
και μια σούστα ζηλευτή,
στ’ αλογάκι κουδουνάκια,
σύντροφό μου το σκυλί
και περνώ ζωή χρυσή.
Πήγα σ’ άλλες πολιτείες
μα δε βρήκα πουθενά
σαν τις χάρες του χωριού μου
και την τόση ομορφιά,
δεν υπάρχει στο ντουνιά.
Έχω αμπέλια και χωράφια
και μια σούστα ζηλευτή,
στ’ αλογάκι κουδουνάκια,
σύντροφό μου το σκυλί
και περνώ ζωή χρυσή.
|
Pós ponáo to chorió mu
pu megálosa eki,
ti manula, to spitáki
ke mi’ agápi mu krifí
pu écho mésa stin psichí.
Έcho abélia ke choráfia
ke mia susta zileftí,
st’ alogáki kudunákia,
síntrofó mu to skilí
ke pernó zoí chrisí.
Píga s’ álles polities
ma de vríka puthená
san tis cháres tu choriu mu
ke tin tósi omorfiá,
den ipárchi sto ntuniá.
Έcho abélia ke choráfia
ke mia susta zileftí,
st’ alogáki kudunákia,
síntrofó mu to skilí
ke pernó zoí chrisí.
|