Κοιτάω εμπρός προς το βουνό, άχου γλυκιά Ραμόνα,
κοιτάω και προς την θάλασσα και βλέπω το χειμώνα,
που μέσα του σε γνώρισα κι ας ήταν καλοκαίρι,
κι η νύχτα που σ’ αγάπησα έμοιαζε μεσημέρι.
Ακούω λόγια και φωνές, ακούω και αντιρρήσεις,
ακούω ήχους και κραυγές, εσύ δε θα μιλήσεις.
Ακούω και την καρδούλα μου να κάνει τίκι τάκα,
αχ και να σ’ είχα πλάι μου για μια στιγμή μονάχα.
Και ξέρω τι είναι ο έρωτας και πια δεν τον φοβάμαι,
μονάχα που δεν είσαι εδώ, αυτό έχω και λυπάμαι.
Είναι κι αυτός ο ποταμός, που μέσα του θα πέσω,
γιατί ετούτη τη σιωπή, αχ, πως θα την αντέξω,
και θα με βγάλει στην ακτή ή ίσως στο λιμάνι,
κι εκεί θα παρηγορηθώ για όσα μου ‘χεις κάνει.
|
Kitáo ebrós pros to vunó, áchu glikiá Ramóna,
kitáo ke pros tin thálassa ke vlépo to chimóna,
pu mésa tu se gnórisa ki as ítan kalokeri,
ki i níchta pu s’ agápisa émiaze mesiméri.
Akuo lógia ke fonés, akuo ke antirrísis,
akuo íchus ke kravgés, esí de tha milísis.
Akuo ke tin kardula mu na káni tíki táka,
ach ke na s’ icha plái mu gia mia stigmí monácha.
Ke kséro ti ine o érotas ke pia den ton fováme,
monácha pu den ise edó, aftó écho ke lipáme.
Ine ki aftós o potamós, pu mésa tu tha péso,
giatí etuti ti siopí, ach, pos tha tin antékso,
ke tha me vgáli stin aktí í ísos sto limáni,
ki eki tha parigorithó gia ósa mu ‘chis káni.
|