Με κοιτάς μες τα μάτια
μα ποτέ σου δεν είδες
τα σβησμένα μου φώτα
τις χαμένες μου ελπίδες.
Το μηδέν του Σαββάτου
της αυγής το γαμώτο
με κοιτάς και σωπαίνεις
κι η σιωπή κάνει κρότο.
Με κοιτάς λες και είμαι
τρύπιο πάνω σου ρούχο
μου ζητάς να σκοτώσω
την αγάπη που σου ‘χω.
Και φοβάμαι μη φύγεις
ο αέρας παγώνει
κι η καυτή σου ανάσα
το μυαλό μου θολώνει.
Και φοβάμαι μη φύγεις
μα άλλο δρόμο δεν έχεις
και σου γράφω στο τζάμι
σ’ αγαπώ να προσέχεις.
Με κοιτάς μες τα μάτια
κι απορείς που δεν κλαίνε
η αγάπη δε φεύγει
είναι μέσα μας λένε.
Κάπου αλλού ταξιδεύεις
κι όμως πλάι μου είσαι
μες στην τρέλα του κόσμου
μ’ αγνοείς κι αγνοείσαι.
Με κοιτάς μες τα μάτια
και η μέρα τελειώνει
σαν τον ήλιο που φεύγει
με κοιτάς και νυχτώνει.
|
Me kitás mes ta mátia
ma poté su den ides
ta svisména mu fóta
tis chaménes mu elpídes.
To midén tu Savvátu
tis avgís to gamóto
me kitás ke sopenis
ki i siopí káni króto.
Me kitás les ke ime
trípio páno su rucho
mu zitás na skotóso
tin agápi pu su ‘cho.
Ke fováme mi fígis
o aéras pagóni
ki i kaftí su anása
to mialó mu tholóni.
Ke fováme mi fígis
ma állo drómo den échis
ke su gráfo sto tzámi
s’ agapó na proséchis.
Me kitás mes ta mátia
ki aporis pu den klene
i agápi de fevgi
ine mésa mas léne.
Kápu allu taksidevis
ki ómos plái mu ise
mes stin tréla tu kósmu
m’ agnois ki agnoise.
Me kitás mes ta mátia
ke i méra telióni
san ton ílio pu fevgi
me kitás ke nichtóni.
|