Σαν τα δικά σου μάτια έμορφα δεν έχω ειδεί,
αχ, αλανιάρα μου τρελή,
με βυθάς σ’α πελπισία, κι ήρθες στη ζωή,
μαύρη σαν και την καρδιά μου, αχ, την πονείς,
της τύχης μ’ ήτανε να βγω, για να καγώ,
μα εσύ δε με λυπάσαι, φως μου, θα χαθώ,
τα πιο ολόγλυκα χάδια σου, αχ αυτά, σκέφτομαι.
Μέσα στα φύλλα της καρδιάς μου άνοιξες πληγή,
αχ, αλανιάρα μου τρελή,
φεύγεις, τα νάζια μου κάνεις και με τυρανείς,
βάλθηκες να με πεθάνεις πια, δε πονείς,
αχ, αλανιάρα μου τι τύχη θα χαθώ,
πως μες στα γλυκά σου χείλη, βάλσαμο πίνω,
και με τα δυο σου ολόγλυκα μάτια, αχ, θα χαθώ.
|
San ta diká su mátia émorfa den écho idi,
ach, alaniára mu trelí,
me vithás s’a pelpisía, ki írthes sti zoí,
mavri san ke tin kardiá mu, ach, tin ponis,
tis tíchis m’ ítane na vgo, gia na kagó,
ma esí de me lipáse, fos mu, tha chathó,
ta pio ológlika chádia su, ach aftá, skéftome.
Mésa sta fílla tis kardiás mu ánikses pligí,
ach, alaniára mu trelí,
fevgis, ta názia mu kánis ke me tiranis,
válthikes na me pethánis pia, de ponis,
ach, alaniára mu ti tíchi tha chathó,
pos mes sta gliká su chili, válsamo píno,
ke me ta dio su ológlika mátia, ach, tha chathó.
|