Σ’ αυτό το σπίτι τ’ ορφανό
που δεν εγνώρισε ουρανό
μήτε και καλοσύνη
ξανάρθες μια Παρασκευή
κι είχες την πίκρα τη βουβή
που μόνο ο κόσμος δίνει.
Στην ίδια πάντα τη γωνιά
όταν σε πήραν σαν φονιά
κρέμασες το σακάκι
και το καπέλο στο καρφί
σαν να κρεμούσες μια ζωή
σφαγμένη στο σοκάκι.
Και στο τραπέζι μια στιγμή
πάλι μοιράζεις το ψωμί
και το κρασί στα ίσια,
μα αυτός ο τόπος που πονάς
μας διώχνει κι ας τον σεργιανάς
σαν νύχτα πελαγίσια.
|
S’ aftó to spíti t’ orfanó
pu den egnórise uranó
míte ke kalosíni
ksanárthes mia Paraskeví
ki iches tin píkra ti vuví
pu móno o kósmos díni.
Stin ídia pánta ti goniá
ótan se píran san foniá
krémases to sakáki
ke to kapélo sto karfí
san na kremuses mia zoí
sfagméni sto sokáki.
Ke sto trapézi mia stigmí
páli mirázis to psomí
ke to krasí sta ísia,
ma aftós o tópos pu ponás
mas dióchni ki as ton sergianás
san níchta pelagisia.
|