Σ’ αυτόν τον κόσμον τον κακό,
καλό δεν περιμένω,
ποιος σου `βγαλε το μάτι σου, ο συγγενής,
αααχ κι είναι βαθιά βγαλμένο,
ποιος σου `βγαλε το μάτι σου, ο συγγενής,
αααχ κι είναι βαθιά βγαλμένο.
Οι φίλοι σου και οι συγγενείς,
κοιτάζουν να σε ρίξουν,
μέσα σε μια γουλιά νερό, όταν σε βρουν,
αααχ, ζητάνε να σε πνίξουν.
μέσα σε μια γουλιά νερό, όταν σε βρουν,
αααχ, ζητάνε να σε πνίξουν.
Κι αυτούς που εβοήθησες,
τις ώρες που υποφέρουν,
σε μια σου δύσκολη στιγμή, όταν σε δουν,
αααχ, κάνουν πως δε σε ξέρουν.
|
S’ aftón ton kósmon ton kakó,
kaló den periméno,
pios su `vgale to máti su, o singenís,
aaach ki ine vathiá vgalméno,
pios su `vgale to máti su, o singenís,
aaach ki ine vathiá vgalméno.
I fíli su ke i singenis,
kitázun na se ríksun,
mésa se mia guliá neró, ótan se vrun,
aaach, zitáne na se pníksun.
mésa se mia guliá neró, ótan se vrun,
aaach, zitáne na se pníksun.
Ki aftus pu evoíthises,
tis óres pu ipoférun,
se mia su dískoli stigmí, ótan se dun,
aaach, kánun pos de se ksérun.
|